- ἐναντιωτικός
- ἐναντῐ-ωτικός, ή, όν,A opposing,
τινί Stob.2.7.11k
. Adv. -κῶς Thessal. ap. Gal.18 (1).288.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί Stob.2.7.11k
. Adv. -κῶς Thessal. ap. Gal.18 (1).288.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναντιωτικός — ἐναντιωτικός, ή, όν (Α) αυτός που εναντιώνεται, που αντιτίθεται σε κάτι, αντίθετος. επίρρ... ἐναντιωτικῶς με τρόπο εναντιωτικό, αντίθετο … Dictionary of Greek
ἐναντιωτικόν — ἐναντιωτικός opposing masc acc sg ἐναντιωτικός opposing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτικοί — ἐναντιωτικός opposing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωτικῶς — ἐναντιωτικός opposing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)